Κάποια πρώτα συμπεράσματα από την πρώτη φάση συλλογής ονείρων του Draumar την περίοδο της πρώτης καραντίνας την άνοιξη του 2020.*
Παρόλο που έχουν περάσει αρκετοί μήνες από το ξέσπασμα του ιού σε διεθνές επίπεδο, εξακολουθεί να υπάρχει μία γενικευμένη αίσθηση ανετοιμότητας, η οποία δημιουργεί υψηλά επίπεδα κοινωνικής και ατομικής ανησυχίας, σύγχυσης και καχυποψίας.
Αυτό είναι εμφανές στην ποικιλία των τρόπων με τους οποίους οι εθνικές κυβερνήσεις αντιδρούν ώστε να τιθασεύσουν τη μετάδοση, στις αντιδράσεις των πολιτών στη συνεχή ανανέωση των μέτρων ασφαλείας και, κατά ενδιαφέροντα τρόπο, στη βραδινή ονειρική μας δραστηριότητα, όπως έχουμε δει στη συλλογή που έχουμε κάνει έως τώρα.
Συλλογές όπως η δική μας έχουν αρχίσει να βρίσκονται σε άνθηση σε όλον τον κόσμο, με πιο φημισμένη ίσως τη μελέτη που πραγματοποιείται από την Deirdre Barrett, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Dreaming, η οποία ξεκίνησε μία έρευνα μέσω ερωτηματολογίου για τα όνειρα την περίοδο του COVID-19 κατά την εβδομάδα της 22ας Μαρτίου. Ύστερα ακολούθησαν κι άλλες πρωτοβουλίες, από ομάδες επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων από τις Η.Π.Α., τον Καναδά, την Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Φινλανδία και την Ιταλία.
Όπως επεσήμανε η Deirdre Barrett, το ότι ο ιός είναι αόρατος είναι αυτό που του δίνει τη δυνατότητα να παίρνει πολλές μορφές, οι οποίες εκδηλώνονται με ιδιαίτερο τρόπο στον κόσμο των ονείρων μας. Ένα πολύ κοινό χαρακτηριστικό στα περισσότερα όνειρα τα οποία έχουμε έως τώρα συλλέξει είναι μία γενικευμένη αντίληψη αναστάτωσης και σοκ, η οποία προκαλείται από ένα γεγονός που παρουσιάζεται τόσο ξαφνικά και προκαλεί μία ρήξη στην κανονικότητά μας, καθώς μας βρίσκει απροετοίμαστους και χωρίς εφόδια.
Κάποια πρώτα συμπεράσματα από την έρευνά μας
Στην πρώτη φάση συλλογής ονείρων του Draumar κατά την περίοδο της καραντίνας συμμετείχαν «ονειρευτές» ηλικίας 18-74 ετών -οι περισσότεροι μεταξύ 23 και 46 ετών-, στην συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες. Όπως γράφουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα, την περίοδο της καραντίνας έβλεπαν συχνότερα έντονα όνειρα, πιο περιπετειώδη και ζωντανά, με πλοκή, τοποθεσία και ιστορία που δεν είχαν ξαναδεί, «όλα προς το πιο παράλογο».
«Τώρα τα όνειρά μου έχουν μετατραπεί σε μία καταστασιακή “σούπα”», γράφει χαρακτηριστικά κάποιος.
Στην ερώτηση αν υπάρχουν κάποιες εικόνες ή αισθήσεις/συναισθήματα που επανέρχονται στα όνειρα αυτήν την περίοδο, τα κυρίαρχα συναισθήματα είναι αγωνίας, απόρριψης, φόβου, ανησυχίας, άγχους, εγκλεισμού και πνιγμού ενώ επανέρχονται ως πρωταγωνιστές στα όνειρα παλιά αγαπημένα πρόσωπα, όπως παππούδες, γονείς, πρώην φίλοι, κατοικίδια, αγχωτικές καταστάσεις από το παρελθόν και παλιά σπίτια.
Σταχυολογήσαμε μερικά όνειρα, τα οποία παραθέτουμε παρακάτω. Όπως θα δείτε, κοινά μοτίβα που αναδύονται παραδείγματος χάριν είναι: να χάνει κανείς το ραντεβού του, το τραίνο, μία πτήση (όνειρο 1)· να έχει ξεχάσει να ντυθεί κατάλληλα ή να φορά κάτι το οποίο τον κάνει να ξεχωρίζει οπτικά ή να δείχνει παράξενος (όνειρο 1, 3, 5) · να συνειδητοποιεί κάποιος ξαφνικά ότι οι απλές και καθημερινές του συνήθειες/συμπεριφορές είναι εντελώς απρεπείς ή έχουν δραστικά μεταβληθεί (όνειρο 1, 6) · να χάνει κανείς τον προσανατολισμό του (όνειρο 3) · το οικείο να γίνεται ανοίκειο, ό,τι ήταν ασφαλές να γίνεται μη ασφαλές, κάτι εκτός τόπου (όνειρο 4,8) · αισθήματα καχυποψίας και έλλειψης εμπιστοσύνης, αμφιβολία για το τι είναι αληθές και τι όχι (όνειρο 4) · η ανάγκη να κρυφτεί κανείς και η αίσθηση ότι η κανονικότητα ή το φυσικό χαρακτηριστικό κάποιου μπορεί να εκληφθεί ως κοινωνική απειλή κι έτσι χρειάζεται να περιοριστεί, να τιμωρηθεί, να μπει σε πειθαρχία, να ελεγχθεί (όνειρο 5, 7).
Όνειρο 1
Βρίσκομαι σε μεγάλη πρωτεύουσα, σκοτεινή και γκριζωπή, και φοράω το μεγάλο γκρι μπουφάν μου, σχεδόν ολόκληρο με καλύπτει σαν υπνόσακος. Κάπου τρέχω σε μέσα μαζικής μεταφοράς, από δω κι από κει, σαν κάποιο ταξίδι να βιάζομαι να προλάβω. Φτάνω σε μια υπόγεια αποβάθρα τρένων. Εκεί με σταματάνε και μου κάνουν έλεγχο διαβατηρίου, το ψάχνω, μου το παίρνουν, κάτι δεν πάει καλά, εμφανίζονται κάτι περίεργα κλειδιά (και καλά έχω κάνει κάτι παράνομο και πρέπει να με ελέγξουν πολύ καλά;). Ξαφνικά, συνειδητοποιώ ότι έχω ακουμπήσει τα χέρια μου παντού και ότι έχω έρθει σε πολύ στενή επαφή με άτομα και πανικοβάλλομαι ότι κινδυνεύω από τον κορωνοϊό! Ψάχνω αντισηπτικό πανικόβλητη, δεν έχω. Σκέφτομαι να πάω να πλύνω τα χέρια μου σε τουαλέτα. Αυτοί που με έχουν σταματήσει δεν με αφήνουν. Χάνω το τρένο.
Όνειρο 2 Είναι βράδυ και προχωράω μέσα σε μια πόλη που δεν μου θυμίζει ακριβώς κάποιο γνωστό/συγκεκριμένο τοπίο. Σε κάποια φάση ένα κτίριο μου κινεί την περιέργεια. Μπαίνω μέσα, και αντικρίζω διάφορα άτομα να κάθονται σιωπηλά σε παρέες χωρίς να μιλούν, κάτι σαν μπαρ αλλά έχει πολύ χαμηλό φως και επικρατεί η απόλυτη αδράνεια, σαν να έχει παγώσει ο χρόνος. Κατευθύνομαι στο βάθος του χώρου, φτάνω στις τουαλέτες, εκεί υπάρχουν κάποια άτομα τα οποία μιλούν χαμηλόφωνα και μου γνέφουν να μπω στην τουαλέτα. Ανακαλύπτω μια καταπακτή με έναν πορτιέρη σε μία από τις τουαλέτες. Μου ανοίγει και κατεβαίνω σε ένα υπόγειο παρακμιακό μπουζουξίδικο, όμοιο με το «Όλα είναι δρόμος» του Βούλγαρη, ο κόσμος όλος έχει ξεσαλώσει και γίνεται χαμός, ωστόσο και πάλι υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι ο χρόνος είναι σταματημένος και κάπως υπάρχει η αίσθηση του repeat και του deja vu.
Όνειρο 3 Είμαι με την κόρη μου, αλλά δεν είναι έφηβη, είναι περίπου 3-4 ετών, έχουμε μαζί μας και τη φίλη της, επίσης στο όνειρό μου είναι σε τέτοια ηλικία, και μαζί μας έχουμε και τον σκύλο ενός φίλου, χωρίς, όμως, λουρί. Θέλω να πάω στον Βοτανικό να κάνω ένα μάθημα γιόγκα. Ξεκινάμε όλοι μαζί να περπατάμε προς τα κει. Έχω πολύ άγχος, για τα παιδιά και για να μη μου φύγει ο σκύλος. Κάποια στιγμή μπαίνουμε σε έναν στενό δρόμο και έρχεται καταπάνω μας ένα πλήθος ανθρώπων. Μέσα στο όνειρό μου θυμάμαι ότι βρισκόμαστε εν μέσω πανδημίας και πρέπει να αποφεύγουμε τον συγχρωτισμό. Πανικόβλητη μαζεύω τα παιδιά και τον σκύλο και προσπαθώ να γυρίσω προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να βγούμε από αυτό τον στενό δρόμο. Φτάνουμε, κάποια στιγμή, στο στούντιο που θα γίνει το μάθημα της γιόγκα και είναι το πατρικό μου σπίτι. Μπαίνουμε μέσα, και η αίθουσα που θα γίνει το μάθημα είναι το γραφείο μου στο περιοδικό που δουλεύω. Αρχίζω να ντύνομαι για τη γιόγκα και συνειδητοποιώ ότι δεν φοράω σουτιέν, αρχίζω να ψάχνω στα πράγματα του γραφείου για σουτιέν, βρίσκω ένα και το χάνω. Βρίσκω και άλλο και άλλο και συνεχώς εξαφανίζονται από μπροστά μου. Μπαίνει ένα κορίτσι για το μάθημα και φοράει μάσκα. Λέει ότι θα παρακολουθήσει όλο το μάθημα φορώντας μάσκα. Αγχώνομαι πολύ γιατί εγώ δεν το έχω σκεφτεί. Φεύγω από το στούντιο γιόγκα-πατρικό σπίτι-γραφείο πάλι με μικρή κόρη, μικρή φίλη και σκύλο και μπερδεύομαι στο δρόμο. Χανόμαστε. Δεν ξέρω από ποιόν δρόμο θα γυρίσουμε σπίτι. Βρισκόμαστε σε μια άδεια περιοχή έξω από μια μάντρα αυτοκινήτων. Μου φεύγει ο σκύλος μέσα στη μάντρα, ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Έχω ανοίξει το GPS στο κινητό μου, ταυτόχρονα, και ψάχνω να βρω τον δρόμο για να γυρίσουμε σπίτι. Τα κορίτσια είναι φοβισμένα και γκρινιάζουν. Εμφανίζεται ένας άνθρωπος από τη μάντρα αυτοκινήτων και με βοηθάει, μου φέρνει τον σκύλο και προσπαθεί να μου εξηγήσει πώς θα φτάσω από κει στα Πετράλωνα. Νιώθω ευτυχία και ευγνωμοσύνη που εμφανίστηκε αυτός ο άνθρωπος μπροστά μου. Κάπως ξαναβρίσκω τον έλεγχο και τη δύναμή μου. Και συνεχίζουμε τον δρόμο μας.
Όνειρο 4
Ήταν πλέον απόγευμα, εντυπωσιακά μαύρα/μπλε/μωβ σύννεφα κάλυπταν τον ήλιο και άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας προς τα βαθιά. Το τοπίο άλλαζε γρήγορα. Ήταν πολύ επικίνδυνο να είναι κανείς στη θάλασσα. Αφήσαμε το φέρετρο μέχρι εκεί που είχαμε καταφέρει να το σύρουμε και βγήκαμε στην ακτή. Το όλο σκηνικό άρχισε να μετατρέπεται σε ένα μεγάλο δωμάτιο και η θάλασσα έμπαινε κι έβγαινε από τις δύο του πόρτες, μια αριστερά μου και μια μπροστά. Ήμουν μόνη εκεί, αλλά αυτό δεν ήταν ούτε δυσάρεστο ούτε ευχάριστο. Ήταν σκοτεινά, γιατί τα παντζούρια πίσω μου ήταν κλειστά, και το φως έμπαινε από τις πόρτες που οδηγούσαν σε άλλα δωμάτια. Μπορεί να ήταν και το σπίτι όπου έμενα με εκείνο τον σύντροφο, αρχιτεκτονικά έμοιαζε, αλλά αυτό το σκέφτηκα αφού ξύπνησα. Πάντως, στο όνειρο είχα την αίσθηση ότι αυτό ήταν το σπίτι μου. Το φέρετρο ήταν επίσης μέσα στο δωμάτιο, κάτω από το νερό. Είχα μια δυσπιστία σχετικά με το περιεχόμενο και το ξανάνοιξα. Πάλι η ίδια μυρωδιά. Ζούληξα το σακί, και είχε υφή ενός πολύ μαλακού πράγματος που μπορεί να μην ήταν και ανθρώπινο, σαν τεράστια πολυκαιρισμένη πατάτα που έχει μαλακώσει. Ξαφνικά, μεταφέρομαι με την αδελφή μου σε ένα ορεινό νησιώτικο σπίτι στο Αιγαίο με αυλή, βουκαμβίλιες κ.λπ. Είναι το σπίτι της Σαγρή, είναι καλοκαιρινό απόγευμα, και ο κόσμος που έχει μαζευτεί εκεί συμπεριφέρεται σαν εκείνη να μην είχε πεθάνει ποτέ. Μαθαίνω από συζητήσεις ότι είναι ζωντανή, μέσα στο σπίτι, και σερβίρει, και ότι όλο το θέμα με το φέρετρο ήταν έργο τέχνης, όπου η καλλιτέχνης στόχευε να μείνει όσο πιο πολύ καιρό μπορούσε μέσα σε ένα φέρετρο κάτω από τη θάλασσα. Εγώ συνέχιζα να δυσπιστώ. Κυρίως, αυτό που με ανησυχούσε ήταν το γεγονός ότι είχα πάρει ένα κουτί μέσα από το φέρετρο μιας, ίσως, πεθαμένης, το οποίο μάλλον μου ανήκε, και αυτό μου δημιουργούσε τον φόβο ότι είτε, ίσως, της έκλεψα το κτέρισμα, είτε, ίσως, φορτώθηκα μια κακή μοίρα, είτε ότι κάποιος επέλεξε ένα δικό μου κουτί για να συνοδεύσει μια μάλλον νεκρή, το οποίο μου φαινόταν και το πιο τρομαχτικό. Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν το πίστευα ως βεβαιότητα, όλα τα σενάρια ήταν ανοιχτά. Είχα αυτό το συναίσθημα του γενικού φόβου που δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει, αλλά, κυρίως, είχα την απορία τι από όλα αυτά ήταν αλήθεια ή αν θα μπορούσαν όλα να είναι αλήθεια ταυτόχρονα.
Όνειρο 5 Ήμουν ορθόδοξος παπάς και είχα ερωτική σχέση με μια σεξ-εργάτρια όταν ήμουν νέος, την οποία τώρα έψαχνε η αστυνομία. Την έκρυβα στο σπίτι μου, παρόλο που δεν ήμασταν πια μαζί. Ο κόσμος έμοιαζε με τεράστια ψηφιακή σκακιέρα, γαλάζια μπλε, αλλά με δρόμους, πλακόστρωτα, στενά, σπίτια και μαγαζιά, κάπως παλιακά. Περπατούσα στον δρόμο με τα ράσα μου και τα μούσια μου να ανεμίζουν και ήμουν παχύς και μελαχρινός. Με είδε ένας γνωστός και μου είπε να προσέχω γιατί ψάχνει εμένα τώρα η αστυνομία. Του ζήτησα να ειδοποιήσει τη φίλη μου να κρυφτεί και άρχισα να περπατάω ψάχνοντας καταφύγιο, που να προστατεύει από τη βροχή και τον ήλιο, ώστε να προσποιούμαι τον άστεγο για ένα διάστημα μέχρι να είναι ασφαλές να επιστρέψω στο σπίτι. Δηλαδή, αφού έχουν μπει μέσα, έχουν κάνει την έρευνα και δεν έχουν βρει τίποτα που να με ενοχοποιεί. Και όπως έτρεχα, ανέμιζαν τα ράσα και γυάλιζε η εικόνα μου στις βιτρίνες και σκεφτόμουν, πω-πω έτσι είμαι τρομερά αναγνωρίσιμος. Πρέπει να μεταμφιεστώ.
Όνειρο 6
Είμαι στο μετρό όπως παλιά -εννοώ χωρίς μάσκες- δεν ξέρουμε περί πανδημιών κ.λπ., έχει πολύ κόσμο ο συρμός, τα γνωστά. Περιμένουμε να ανοίξουν οι πόρτες, πρέπει να ήταν σταθμός Σύνταγμα, αλλά ξέραμε όλοι ότι μόλις ανοίξουν οι πόρτες του συρμού, το κέντρο της Αθήνας είναι underwater, σαν το μετρό εκεί να γινόταν υποβρύχιο. Κι εμείς απλά θα βγαίναμε να πάμε στις δουλειές μας κολυμπώντας υποβρυχίως. Χωρίς εξοπλισμό, με τα ρουχαλάκια, τις τσαντούλες μας κ.λπ. Ως αμφίβια!
Όνειρο 7
Πολλοί άνθρωποι, ανάμεσά τους παρά πολλά παιδιά, σε νεκρική ακαμψία, με σφιχτά δεμένα τα χέρια και τα πόδια με σκοινί, τοποθετημένοι σε παράταξη ανά οικογένεια σαν τρενάκι ο ένας ξαπλωμένος ανάσκελα στην κοιλιά του άλλου, στο γρασίδι, ακριβώς έξω από την είσοδο του αεροδρομίου.
Όνειρο 8
Είδα ένα ψάρι ασημένιο, μόνο του, χωρίς γυάλα ή θάλασσα ή νερό, πάνω σε μια λευκή επιφάνεια.
Πολλά όνειρα εκφράζουν μία αίσθηση ακινησίας, τόσο σε σωματικούς όσο και σε χρονικούς όρους, στο να τρέχει κανείς αλλά να μην φτάνει στο μέρος που ήθελε, σε μία αίσθηση επανάληψης, déjà vu και ξανά σε φαινομενικά ατέρμονες διαδικασίες αναμονής σε τεράστιες ουρές.
Η παρούσα συλλογική αγωνία για την πρόσβαση ή την παρουσία κάποιου σε δημόσιους χώρους εμφανίζεται ξεκάθαρα στην ονειρική ζωή των συμμετεχόντων στην έρευνά μας, όπως στις σκηνές όπου ο ονειρευόμενος πρέπει να παρουσιάσει τα σωστά χαρτιά, να έχει κλειδιά ή να είναι ανάλογα ντυμένος και να μπορεί να περάσει απαρατήρητος. Όποιος γνωρίζει τη συζήτηση του Μισέλ Φουκώ περί κοινωνικού ελέγχου, ο οποίος εκδηλώνεται σε ρουτίνες και πρακτικές όπου τα άτομα συμμετέχουν σε αυτό-έλεγχο και αυτό-πειθαρχία, θα αναρωτιόταν πώς αυτές οι κοινωνικο-πολιτικές διαδικασίες ενσωματώνονται στην ονειρική ζωή των ανθρώπων.
Συμπληρωματικά στο έργο της ψυχανάλυσης που φωτίζει και εξετάζει το ατομικό τραύμα, την ατομική ιστορία και θεραπεία, σκοπός της συλλογής ονείρων του Draumar, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα, είναι να ανιχνεύσει το συλλογικό φαντασιακό αυτών των αβέβαιων καιρών. Ακόμη και στα όνειρά τους, οι ονειρευόμενοι αναρωτώνται πόσο ακόμη θα διαρκέσει αυτό; Πώς θα βγούμε από αυτό; Πώς θα είναι ο κόσμος όταν όλο αυτό θα έχει περάσει;
Μέσα στην κοινωνική απομόνωση, οι άνθρωποι ίσως δείχνουν να απαντούν σε αυτά τα διλήμματα σε ατομικό επίπεδο, αλλά αυτό που υποδεικνύουν οι κοινωνικοί επιστήμονες στις πρώτες αναλύσεις τους είναι ότι αυτό που συμβαίνει σε όλους μας είναι σαφώς κοινωνικό και η πανδημία φέρει πολλές κοινωνικές επιπτώσεις.
Το Draumar ξεκίνησε με την πρόθεση να αναγνωρίσει τις κοινωνικές διαστάσεις των ονείρων, σχεδιάζοντας έναν χάρτη του συλλογικού φαντασιακού που αναδύεται από αυτή τη συλλογή. Με την ελπίδα ότι αυτός ο χάρτης μπορεί να χρησιμεύσει στους καιρούς που βρίσκονται μπροστά μας, να υποστηρίξει μελλοντικές συζητήσεις συλλογικών, πιο οραματικών και ενημερωμένων απαντήσεων σε σχέση με αυτό που συμβαίνει σε όλους μας.
* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Συστημική Σκέψη & Ψυχοθεραπεία/Τεύχος 17, Οκτώβριος 2020