“Τα Όνειρα των Ελλήνων Κατά την Περίοδο της Καραντίνας Χαρτογραφούνται” (των Κορίνα Πετρίδη – Θοδωρή Νικολάου, δημοσιεύθηκε στο Vice.com στις 24/11/2020)
Το ελληνικό εγχείρημα “Draumar” καταγράφει το συλλογικό τραύμα της πανδημίας, όπως αποτυπώνεται στα όνειρα.
Eμπνευσμένες από το εγχείρημα του Ιταλού ανθρωπολόγου, Ματέο Μεσκιάρι, την άνοιξη του 2019, η ανθρωπολόγος Αλεξάνδρα Ντονόφριο και η δημοσιογράφος Δάφνη Σκαλιώνη, άρχισαν να συλλέγουν και να καταγράφουν τα όνειρα των Ελλήνων κατά την περίοδο της καραντίνας.
Ονόμασαν το εγχείρημα τους “Draumar”, που στα ισλανδικά σημαίνει όνειρο. Επέλεξαν αυτήν την λέξη διότι, όπως λένε, ηχητικά παραπέμπει σε όνειρο και ταυτόχρονα σε τραύμα. Επί της ουσίας, το εγχείρημα -το οποίο βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη- αποσκοπεί στο να καταγραφεί το συλλογικό τραύμα της πανδημίας, όπως αποτυπώνεται στα όνειρα των υποκειμένων που το βιώνουν.
«Θέλουμε να κάνουμε μία χαρτογράφηση του συλλογικού φαντασιακού, να δούμε αν μπορεί να φτιαχτεί κάποιος χάρτης και τι μπορεί αυτός να μας πει», σημειώνει η Δάφνη Σκαλιώνη. Αρχικά οι δυο γυναίκες ζητούσαν από τους πολίτες να τους προωθήσουν τα όνειρά τους με email. Αυτός ο τρόπος, ωστόσο, δεν επέτρεπε την ανωνυμία, για αυτό και οι πρώτες καταγραφές ήταν περιορισμένες. Η δημιουργία ανώνυμης πλατφόρμας στη συνέχεια παρακίνησε περισσότερους χρήστες του Διαδικτύου να μοιραστούν την εμπειρία τους, με αποτέλεσμα το αρχείο σήμερα να περιλαμβάνει περισσότερα από 100 όνειρα.
Στόχος είναι τα όνειρα που θα συλλεχθούν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για καλλιτεχνική δημιουργία. Έτσι, όταν ολοκληρωθεί η καταγραφή, το “Draumar” θα απευθύνει κάλεσμα σε ανθρώπους της τέχνης, ώστε να αποτυπώσουν εικαστικά το υλικό. «Παράλληλος στόχος είναι να δημιουργηθεί μία ιστορική καταγραφή, ένα αποθετήριο του συλλογικού φαντασιακού κατά τη διάρκεια της πανδημίας», προσθέτει η ιστορικός Λεωνή Θανασούλα, που έχει ενταχθεί στην ομάδα του Draumar από τον Σεπτέμβριο.
Ήδη, στα όνειρα που έχουν συγκεντρωθεί αναδεικνύονται συγκεκριμένα μοτίβα. Στα περισσότερα από αυτά επικρατεί ο θάνατος και ο φόβος για αυτόν – αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει επανέρχονται, κτίρια καταρρέουν, καταστάσεις αιχμαλωσίας εκτυλίσσονται. Άνθρωποι περιμένουν σε ατελείωτες ουρές ή τρέχουν να προλάβουν πλοία και αεροπλάνα, πολλές φορές ανεπιτυχώς.
«Ανθρωπολογικά έχει ενδιαφέρον ότι στα όνειρα επαναλαμβάνεται το μοτίβο της ενοχής, που δεν φοράνε τις μάσκες τους, κουβαλούν λάθος κλειδιά, ή φορούν λάθος ρούχα», σχολιάζει η ανθρωπολόγος Αλεξάνδρα Ντονόφριο. Η συνθήκη αυτή φαίνεται να επηρεάζει και την αρχιτεκτονική των ονείρων, με τους χώρους στα περισσότερα όνειρα να είναι περίπλοκοι, λαβυρινθώδεις ή μη προσβάσιμοι. Αντίστοιχα, η κινητικότητα και κάποιες από τις βασικές αισθήσεις είναι περιορισμένες.
Όνειρα και Εικόνες
Το “Draumar” παραχώρησε στο VICE έναν αριθμό ονείρων, που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης καραντίνας. Ο φωτογράφος Θοδωρής Νικολάου εικονογράφησε ένα μέρος από αυτά.
Ήμουν με τον ενήλικο γιο μου σε έναν εξωτερικό χώρο πολύ μεγάλης έκτασης περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, όπου υπήρχε ένας μεγάλος καναπές. Ήθελε να πάει σε μια συναυλία, αλλά δεν ήξερε πώς θα γίνει με τις νέες συνθήκες. Τελικά συμφωνήσαμε να πάει να πάρει το εισιτήριο και να γυρίσει να ακούσει τη συναυλία καθισμένος μόνος του σε αυτόν τον καναπέ. Τουλάχιστον ο ήχος θα έφτανε ως εκεί.
Είμαστε με τα παιδιά μέσα στο αυτοκίνητο, οδηγώ τρομερά αγχωμένη να προλάβουμε να φτάσουμε κάπου. Μπροστά στο παρμπρίζ ισορροπεί ένα βαθύ πιάτο με ένα φαγητό που δεν φτιάχνουμε πότε, κάτι μεταξύ τραχανά και ρεβύθια σούπα. Σπάω το κεφάλι μου να βρω πώς θα μεταφράσω στα αγγλικά το όνομα του φαγητού και πως λέγεται το πολύπλοκο σύστημα ανάλυσης δεδομένων που χρησιμοποίησα, αλλά δεν σώθηκε το όνομα στο Word ή τέλος πάντων, δεν μπορώ να το βρω με την μικρή να μου φωνάζει συνέχεια από το πίσω κάθισμα «γιατί μαμά;» και τον εκνευρισμό μου να ανεβαίνει σαν πυρετός σε θερμόμετρο υδραργύρου. «Επειδή πρέπει να τελειώσω αυτήν την εργασία και να την παραδώσω, έχει περάσει η προθεσμία και έχω άλλες 320 σελίδες να μεταφράσω στα αγγλικά». «Ναι, αλλά γιατί μαμά;». Και μαζί με τον εκνευρισμό μου πατάω όλο και πιο δυνατά το γκάζι, έχω χαθεί, δεν θυμάμαι πού πηγαίνω, η ταχύτητα αυξάνεται και στρίβω σπασμωδικά στα στενά μιας περιοχής ξένης. Το πιάτο τραμπαλίζεται, βρίσκεται κι αυτό σε μια ισορροπία τρόμου, αλλά δεν πέφτει. «Γιατί, μαμά»;
Ένα χαρακτηριστικο όνειρο που ειχα αρχές Ιουνίου ήταν στη θάλασσα. Εγώ, ο αδερφός μου και ο κολλητός μας κολυμπούσαμε, ήρθε ένα τεράστιο κύμα, εμείς κρατήθηκαμε χέρι-χέρι, καθίσαμε στον βυθό. Μας σκέπασε και πέρασε απο πάνω μας ανώδυνα. Έντονος φόβος αλλα και ασφάλεια ταυτόχρονα ότι είμαστε οι τρεις μας και θα τα καταφέρουμε.
Ήμουν με την οικογένειά μου και είχαμε πάει σε ένα κακό σχολείο που εκεί ήταν ένας δάσκαλος που είχε φυλακίσει όλα τα παιδιά μέσα στις τάξεις και ήθελε να πάρει τα χέρια μας, να κόψει τα δάχτυλά μας για να κάνει τα πόδια των καρεκλών. Και μετά τους σκότωσε όλους και μείναμε μόνο εμείς που ξεφύγαμε, ο μπαμπάς και ο μικρός μου αδερφός ήταν σπίτι. Εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός ήμασταν μαζί κι η μαμά ήταν μαζί μας. Το σχολείο ήταν παράξενο, πουλούσαν πράγματα, ήταν τσιμεντένιο. Είχε ένα μπαλκόνι πολύ μεγάλο αλλά ήταν ψηλά, επειδή μετά από έξω είχε θάλασσα. Είχε πέσει κάποιος από εμάς μέσα στη θάλασσα και ένα ψάρι είχε έρθει και μας είχε σώσει με το πτερύγιό του. Στο τέλος τρέχαμε μέχρι την πόρτα - αυτό θυμάμαι κι εκεί ξύπνησα.
Μπήκα με τον μπαμπά μου (που έχει πεθάνει) σε μια αίθουσα.Ένιωθα συγκίνηση και περηφάνεια. Τον υποβάσταζα, ήταν αδύναμος, αποστεωμένος, αλλά ο κλασικός μπαμπάς μου, με το χιούμορ, τον κυνισμό του, την αυτοειρωνεία του. Το σπίτι ήταν διαφορετικό, με ξύλινο πάτωμα και δύο μεγάλες χτιστές βιβλιοθήκες σε δύο πλευρές, που άφηναν χώρο διαδρόμου και από την πίσω πλευρά τους, όποτε είχαν βιβλία και στις δυο όψεις τους. Διάλεξε κάποια βιβλία και μου τα έδωσε. Είχε έναν ενθουσιασμό μικρού παιδιού που τα ξαναβρήκε. Αυτό να το πάρεις, κι αυτό, κι αυτό. Σαν να ήταν ένα παρελθοντικό σπίτι όπου μπήκαμε για λίγο και έπρεπε να συλλέξουμε όσες αναμνήσεις προλαβαίναμε, σε μορφή βιβλίων. Έψαχνε να βρει κάτι συγκεκριμένο. Ήταν ένα μικρό σημειωματάριο. «Μπορεί να φαίνεται μικρό, αλλά τα έχει όλα μέσα», μου είπε. Και το πήρε εκείνος αυτή τη φορά. Σε μια αρκετά μεγάλη εσοχή που δημιουργούσαν οι (σαν τοίχοι) βιβλιοθήκες, η ξαδέρφη μου κάτι παρουσίαζε, σαν να είχε μόλις ξεκινήσει μια παράσταση. Πλησιάσαμε και μόλις τον είδε, σταμάτησε συγκινημένη. «Μη μου πεις ότι είναι ο μπαμπάς σου;» με ρώτησε. Ναι, της έκανα βουρκωμένη. Εκείνος άρχισε τα αστεία του περί περιφερόμενου πτώματος κλπ. Χαμογελούσε. Εκείνη ήρθε να τον αγκαλιάσει. Ένιωσα άβολα, ότι θα έπρεπε να τον προστατεύσουμε λόγω κορονοϊού. Εκείνη μου είπε ότι είναι αδύνατον να μην τον φιλήσει μετά από τόσα χρόνια.
Βρισκόμουν στο προαύλιο μιας εκκλησίας. Δεν ήμουν σίγουρος αν πρόκειται για γάμο ή κηδεία. Μάλλον το δεύτερο. Πρώτη έφτασε η ιδιοκτήτρια του καφέ, που είναι το στέκι μου στη γειτονιά. Ήταν ματωμένη στο πρόσωπο και μου είπε «δεν σε φιλάω γιατί έχω κορονοϊό». Δεύτερος ένας συνάδελφος που ήταν μούσκεμα, καθώς όπως είπε «ψηνόταν» στον πυρετό. Φοβήθηκα πολύ. Σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να έρθουν στην εκκλησία, ότι θα έπρεπε να έχουν κλείσει τις εκκλησίες και πως εγώ δεν πρόκειται να μπω. Τελικά, όμως, μπήκα με φόβο και ήταν καθολική εκκλησία, με έναν ιερέα που έκανε κάτι σαν συναυλία και εγώ προσπαθώντας να βολευτώ σε ένα στασίδι τυλιγμένος με bubble wrap και φοβισμένος, άρχισα να τραγουδάω.
Ένα όνειρο που επανέρχεται συχνά, πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας όταν έχω στρες, είναι πως βρίσκομαι σε πορεία και με κυνηγάνε τα ΜΑΤ. Μένω κοντά στο κέντρο, αλλά πάντοτε οι δρόμοι προς το σπίτι μου είναι κλεισμένοι και δεν μπορώ να περάσω. Δεν συλλαμβάνομαι ποτέ. Αλλά κρύβομαι αέναα σε στενά. Δεν έχω κάνει κάτι στην πορεία, απλώς πορευόμουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τότε που έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί, δηλαδή 13 χρόνια πριν, δεν έχω πάει σε πορεία. Επίσης, στις πορείες που πήγαινα πριν τα 28 μου, δεν έχω υπάρξει ποτέ «μπαχαλάκι» και δεν έχω κυνηγηθεί, παρά μόνο μια φορά στην πορεία εναντίον της άφιξης του Κλίντον στην Ελλάδα, το 1999 ή το 2000.
Προσπαθούσα να μιλήσω και δεν έβγαινε η φωνή μου. Ανά διαστήματα ακουγόταν η φωνή μου αλλοιωμένη, ρομποτική, πολύ τρομακτική για εμένα. Όσο περνούσε η ώρα αλλοιωνόταν και η αίσθηση της όρασης, έβλεπα γύρω μου πρόσωπα σαν καμένα, παραμορφωμένα. Στο τέλος έχασα και τη λογική μου και οι σκέψεις μου δεν είχαν ειρμό.